προσκάλεσμα
Смотреть что такое "προσκάλεσμα" в других словарях:
προσκάλεσμα — το, Ν πρόσκληση, κάλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσκαλεσ τού αορ. προσκάλεσ α τού προσκαλώ + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
προσκάλεσμα — το, ατος πρόσκληση, κάλεσμα: Τα προσκαλέσματα του γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)